- Κορωνείας
- Κορωνείᾱς , Κορώνειαfem acc plΚορωνείᾱς , Κορώνειαfem gen sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Κορώνειας, δήμος — Ονομασία δύο δήμων. 1. Νέος δήμος (4.625 κάτ.) του νομού Βοιωτίας, που συστάθηκε με το σχέδιο Καποδίστριας και αποτελείται από τις πρώην κοινότητες Κορώνειας, Αγίου Γεωργίου, Αγίας Άννας, Αγίας Τριάδας και Αλαλκομενών, οι οποίες καταργήθηκαν.… … Dictionary of Greek
Liste der Gemeinden Griechenlands (1997–2010) — Die folgende Tabelle umfasst alle griechischen Gemeinden, die im Zuge des Kapodistrias Programms von 1997 aus knapp 6.000 kleineren kommunalen Einheiten geschaffen wurden und im Zuge des Kallikratis Gesetzes von 2010 zum 1. Januar 2011… … Deutsch Wikipedia
Άγιος Βασίλειος — Ονομασία δεκατριών οικισμών. 1. Παράλιος οικισμός (υψόμ. 10 μ., 119 κάτ.) στην πρώην επαρχία Θηβών του νομού Βοιωτίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Πλαταιών. 2. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 500 μ., 48 κάτ.) του νομού Άρτης. Υπάγεται διοικητικά στον… … Dictionary of Greek
Βασιλούδι — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 140 μ., 681 κάτ.) στην πρώην επαρχία Λαγκαδά του νομού Θεσσαλονίκης. Βρίσκεται στα νότια της λίμνης Κορωνείας και υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κορωνείας … Dictionary of Greek
Γερακαρού — Μεγάλος πεδινός οικισμός (υψόμ. 140 μ., 1.293 κάτ.) στην πρώην επαρχία Λαγκαδά του νομού Θεσσαλονίκης. Βρίσκεται ΝΑ της λίμνης Κορώνειας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κορωνείας … Dictionary of Greek
GR-54 — Präfektur Thessaloniki Νομός Θεσσαλονίκης Basisdaten Staat: Griechenland … Deutsch Wikipedia
Thessaloniki (Präfektur) — Präfektur Thessaloniki (1915–2010) Νομός Θεσσαλονίκης Basisdaten (April 2010)[1] Staat … Deutsch Wikipedia
ερίνεος — Τοπωνύμιο του ελλαδικού χώρου κατά την αρχαιότητα. Προέρχεται ετυμολογικά από το δέντρο ερινεός (συκιά). 1. Δωρική πόλη, μεταξύ Βοιού και Σπερχειού, μία από τις τρεις που έχτισαν οι Καδμείοι μετά την εκδίωξή τους από τη Θήβα από τους Επίγονους. 2 … Dictionary of Greek
ερινεός — Τοπωνύμιο του ελλαδικού χώρου κατά την αρχαιότητα. Προέρχεται ετυμολογικά από το δέντρο ερινεός (συκιά). 1. Δωρική πόλη, μεταξύ Βοιού και Σπερχειού, μία από τις τρεις που έχτισαν οι Καδμείοι μετά την εκδίωξή τους από τη Θήβα από τους Επίγονους. 2 … Dictionary of Greek
ευαγγελισμός — Ονομασία έξι οικισμών. 1. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 140 μ., 139 κάτ.) στην πρώην επαρχία Καρυστίας του νομού Ευβοίας. Βρίσκεται στο νοτιοανατολικό άκρο του νομού. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Καφηρέως. 2. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 360 μ.,… … Dictionary of Greek